- αγκιστρώνω
- [-ω (ο)] μετ.1) удить; зацеплять крючком; 2) насаживать приманку на крючок; 3) прикреплять крючок к рыболовной снасти
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγκιστρώνω — αγκιστρώνω, αγκίστρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αγκιστρώνω — (AM ἀγκιστροῡμαι, όομαι) 1. συλλαμβάνω με αγκίστρι 2. τοποθετώ δόλωμα σε αγκίστρι 3. δίνω σε κάτι το σχήμα αγκίστρου, κάμπτω 4. κρεμώ κάτι από άγκιστρο, γαντζώνω νεοελλ. μσν. έλκω, αιχμαλωτίζω αρχ. 1. (για τόξα) εφοδιάζομαι με βέλη 2 (για ψάρια)… … Dictionary of Greek
αγκιστρώνω — αγκίστρωσα, αγκιστρώθηκα, αγκιστρωμένος 1. πιάνω με αγκίστρι ή γάντζο: Το χε αγκιστρώσει τόσο καλά που ήταν αδύνατο να φύγει. 2. βάζω, δένω αγκίστρια στην πετονιά ή τα δολώνω: Καθόταν σταυροπόδι κι αγκίστρωνε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άγκιστρο — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 410 κάτ.) στην πρώην επαρχία Σιντικής του νομού Σερρών. Βρίσκεται κοντά στη μεθόριο με τη Βουλγαρία. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας, που περιλαμβάνει μόνο τον οικισμό Ά. * * * το (Α ἄγκιστρον) 1. αλιευτικό… … Dictionary of Greek
αγκίστρωμα — το [αγκιστρώνω] 1. σύλληψη, πιάσιμο ψαριού στο αγκίστρι 2. τοποθέτηση δολώματος σε αγκίστρι 3. ανάρτηση από άγκιστρο, γάντζωμα … Dictionary of Greek
αγκίστρωση — η [αγκιστρώνω] το αγκίστρωμα* … Dictionary of Greek
αγκιστρούμαι — ἀγκιστροῡμαι ( όομαι) (AM) [ἄγκιστρον] βλ. αγκιστρώνω … Dictionary of Greek
αγκιστρωτός — ή, ό (Α ἀγκιστρωτός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που έχει σχήμα αγκίστρου, ο αγκιστροειδής αρχ. (για βέλη) αυτός που έχει αγκιστροειδή αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀγκιστροῦμαι, νεοελλ. αγκιστρώνω] … Dictionary of Greek
ενάπτω — (AM ἐνάπτω) δένω, προσδένω, στερεώνω σε κάτι («εἰς δὲ τὸν περίδρομον ἐναπτέτω λίθον μακρὸν καὶ μέγαν», Ξεν.) νεοελλ. ναυτ. αγκιστρώνω έναν τρόχιλο με γάντζο σε σχοινί ή κρίκο, κν. αγκυρίζω, γαντζώνω, κοτσάρω αρχ. μέσ. περιβάλλομαι, καλύπτομαι με… … Dictionary of Greek
κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… … Dictionary of Greek
κορακίζω — (Μ) αγκιστρώνω, γαντζώνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κορακῶ*, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek